Κυριακή 15 Ιουνίου 2014
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟΝ ΚΕΜΑΛ
Τιμώντας σήμερα τη σημαντική επέτειο των 20 χρόνων από την εκδημία του μεγάλου Μάνου Χατζιδάκι, θα παρουσιάσουμε το γνωστό τραγούδι «Ο Κεμάλ», ένα τραγούδι υψηλής μουσικής ομορφιάς (ασφαλώς), αλλά και με ιδιαίτερα ενδιαφέροντες στίχους. Το τραγούδι αξίζει να το δούμε αυτό καθ’ εαυτό, λόγω του φιλοσοφικού προβληματισμού που εκφράζει. Ας σημειώσουμε φευγαλέα ότι πέρυσι τον Μάιο το έφερε στο προσκήνιο η μίζερη ελλαδική επικαιρότητα – για τους λάθος λόγους, ως συνήθως: Σε ένα δημοτικό σχολείο της Αθήνας μια δασκάλα δίδαξε στους μαθητές της το τραγούδι, με αποτέλεσμα να προκαλέσει την ενόχληση κάποιων γονέων λόγω της αναφοράς ενός ονόματος ανατολίτικης προέλευσης στο περιεχόμενο της διδασκαλίας του σχολείου· οι εν λόγω γονείς έσπευσαν να καταγγείλουν στη διευθύντρια του σχολείου την υφισταμένη της δασκάλα για το αδίκημα της «ισλαμικής προπαγάνδας»… (για το παρασκήνιο και τη συνέχεια του επεισοδίου πρβλ. ενδεικτικά http://www.iefimerida.gr/news).
Ας φύγουμε όμως από τη μίζερη και καταθλιπτική σημερινή επικαιρότητα (ως προς την πολιτισμική της ανωριμότητα η χώρα ζει καταστάσεις που τις στηλίτευσε ο μεγάλος δημιουργός και μάλιστα δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή να πούμε ότι προείδε σημερινές εξελίξεις) και ας στραφούμε στο τραγούδι το ίδιο, αυτό που επιβιώνει πέρα από οποιαδήποτε πολιτισμική πενία. Ας δούμε, πρώτα, τους στίχους, οι οποίοι εμπεριέχουν τη διήγηση μιας ανατολίτικης ιστορίας, με στοιχεία δανεισμένα από τον κόσμο των παραμυθιών.
Ακούστε τώρα την ιστορία του Κεμάλ
ενός νεαρού πρίγκιπα της Ανατολής,
απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού,
που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
Αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.
Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και έναν καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό.
Στη Μοσούλη, τη Βασόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.
Κι ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί.
Τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ’ αλλάξουν οι καιροί.
Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά.
Απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη κι απ’ τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό.
Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει τη θηλιά.
Μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί
πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή.
Με δυο γέρικες καμήλες μ' ένα κόκκινο φαρί
στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί.
Πάνε τώρα χέρι-χέρι κι είναι γύρω συννεφιά
μα της Δαμασκού τ’ αστέρι τους κρατούσε συντροφιά.
Σ’ ένα μήνα σ’ ένα χρόνο βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ
που απ’ τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
«Νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»
(απαγγελία) Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ.
Καληνύχτα...
Το τραγούδι γράφτηκε από τον συνθέτη το 1968, όταν βρισκόταν αυτοεξόριστος στη Νέα Υόρκη. Η βασική μουσική σύνθεση επενδύθηκε με αγγλικό στίχο, τραγουδήθηκε από το συγκρότημα «New York Rock & Roll Ensemble» και περιλήφθηκε στον γνωστό δίσκο «Reflections» (Αντικατοπτρισμοί). Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ο Μάνος Χατζιδάκις αποφασίζει το 1993 να εκδώσει τον δίσκο στα ελληνικά, με τον Νίκο Γκάτσο να συγγράφει τους στίχους. Το τραγούδι ερμηνεύει η Αλίκη Καγιαλόγλου, ενώ ο ίδιος ο Χατζιδάκις κάνει την αφήγηση των έξι πρώτων στίχων στην αρχή του τραγουδιού. Στην συνέχεια το τραγούδι ερμηνεύεται από αρκετούς τραγουδιστές, όπως ο Βασίλης Λέκκας, η Μαρία Φαραντούρη, ο Μάριος Φραγκούλης, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης και η Δήμητρα Γαλάνη.
Αλλά, ας δώσουμε καλύτερα τον λόγο στον ίδιο τον συνθέτη, ο οποίος μας διαφωτίζει τόσο για την αρχική αφορμή που οδήγησε στη μουσική σύνθεση, όσο και για μια βασική ιδιομορφία των στίχων του Γκάτσου, δηλαδή την έμφαση που αποδίδουν, σε διάκριση από τους αρχικούς αγγλικούς, στην ανελέητη βία των ηγεμόνων της Ανατολής.
‘‘Στη Νέα Υόρκη τον χειμώνα του ’68, συνάντησα ένα νέο παιδί είκοσι χρονών που το λέγανε Κεμάλ. Μου τον γνωρίσανε. Τί μεγάλο και φορτισμένο από μνήμες όνομα για ένα τόσο όμορφο και νεαρό αγόρι, σκέφθηκα. Είχε φύγει απ’ τον τόπο του με πρόσχημα κάποιες πολιτικές του αντιθέσεις. Στην πραγματικότητα, φαντάζομαι, ήθελε να χαθεί μέσ’ στην Αμερική. Του το είπα. Χαμογέλασε.
-Δέχεστε να σας ξεναγήσω;
Αρνήθηκε ευγενικά. Προτιμούσε μόνος.
Κι έτσι σαν γύρισα στο σπίτι μου τον έκανα τραγούδι, μουσική.
Ο Γκάτσος εκ των υστέρων, γράφοντας τους στίχους στα ελληνικά, τον έκανε Άραβα πρίγκιπα να προστατεύει τους αδυνάτους. Κάτι σαν μια ταινία του ΄Ερολ Φλυν του ’35.
Η Πελοπόννησος (καταγωγή του Γκάτσου), από τη φύση της αδυνατεί να κατανοήσει την αμαρτωλή ιδιότητα των μουσουλμάνων Τούρκων, που μοιάζουν σαν ηλεκτρισμένα σύννεφα πάνω απ’ τον Έβρο, ή σαν χαμένα και περήφανα σκυλιά.
Το μόνο που αφήσαμε ανέπαφο στα ελληνικά είναι εκείνο το «Καληνύχτα Κεμάλ». Είτε πρίγκιπας Άραψ, είτε μωαμεθανός νεαρός της Νέας Υόρκης, του οφείλουμε μια «Καληνύχτα» τέλος πάντων, για να μπορέσουμε να κοιμηθούμε ήσυχα τη νύχτα. Χωρίς τύψεις, χωρίς άχρηστους πόθους κι επιθυμίες. Κατά πως πρέπει σ’ Έλληνες, απέναντι σ’ έναν νεαρό μωαμεθανό – όπως θα έλεγεν κι ο φίλος μας ο ποιητής ο Καβάφης.’’ (πηγή: www.ethnos.gr).
Περισσότερο κι από το θέμα της όποιας, σκοπίμως λανθάνουσας, ιστορικής διάστασης των προσώπων και των γεγονότων που αναφέρονται στους στίχους του Γκάτσου (ο Καβάφης εν προκειμένω, με τα γνωστά ιστορικά ή ιστορικοφανή ποιήματά του, είναι πράγματι καθοριστικό και χρήσιμο σημείο αναφοράς), αξίζει να σχολιασθεί η ακροτελεύτια φράση (η οποία, μαζί με την προαναφερθείσα «καληνύχτα», εκφέρεται επίσης με αφηγηματικό λόγο), η φράση «αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ». Πρόκειται για μια φράση, η οποία στη ροή της αφηγηματικής εκδίπλωσης των στίχων ακούγεται ως γενίκευση και επισφράγιση της προηγηθείσας διδακτικής επισήμανσης του Αλλάχ προς τον «άμυαλο Σεβάχ»: «νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί / με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί».
Δεν μπορεί κανείς να θεωρήσει τυχαία την έμφαση που αποδίδει ο βαθυστόχαστος ποιητής-στιχουργός – και μέσω αυτού ο ίδιος ο συνθέτης – στην αδυναμία αλλαγής του κόσμου. Η εν λόγω αλλαγή, αν δούμε και τους στίχους που προηγούνται, θα είχε ως περιεχόμενο την απαλλαγή των θυμάτων αδικίας και εκμετάλλευσης από τα δεινά τους, καθώς και την εξάλειψη της βίας ως κυρίαρχου μέσου διαμόρφωσης σχέσεων κοινωνικής ιεραρχίας και εξουσίας. Τόσο η κατάφαση, όσο και η άρνηση της δυνατότητας μιας τέτοιας ριζικής και καθολικής αλλαγής είναι οι δύο όψεις ενός γνησίως φιλοσοφικού ζητήματος και η οποιαδήποτε τοποθέτηση επ’ αυτού στοιχειοθετεί τη συνέχιση ενός ευρύτατου διαλόγου που διεξάγεται ήδη από την αρχαιότητα.
Ο Γκάτσος φαίνεται να επαναλαμβάνει με τη δική του καλλιτεχνική γλώσσα και ευαισθησία την περίφημη διαπίστωση του Θουκυδίδη από την «Παθολογία του πολέμου», εκείνο το λογοτεχνικής αξίας τμήμα της ιστορίας του, όπου μετά την περιγραφή του εμφυλίου πολέμου στην Κέρκυρα απαριθμούνται τα χαρακτηριστικά της εξαχρείωσης των ηθών εν καιρώ πολέμου, για να αναχθούν στη συνέχεια στα μόνιμα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης: «καὶ ἐπέπεσε πολλὰ καὶ χαλεπὰ κατὰ στάσιν ταῖς πόλεσι, γιγνόμενα μὲν καὶ αἰεὶ ἐσόμενα, ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύσις ἀνθρώπων ᾖ» (Θουκυδίδη, Ιστορία, 3, 82, 2). Φαίνεται, επίσης, να τηρεί άκρως επιφυλακτική στάση απέναντι στα πολιτικά οράματα που επικεντρώθηκαν μεν στην αλλαγή του κόσμου χάριν ανθρωπιστικών αρχών και αξιών, πλην όμως στην πράξη έδωσαν τροφή σε πρακτικές ασύμβατες με τις επαγγελίες τους· εδώ ο στιχουργός φαίνεται να έχει κατά νου πρωτίστως το αίτημα αλλαγής του κόσμου όπως διατυπώθηκε από τον Μαρξ, για να συνδεθεί στη συνέχεια με τα δεινά που επισώρευσαν στην ανθρωπότητα όσοι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ιστορία επικαλούμενοι το όνομά του.
Η όλη στάση του Γκάτσου απέναντι στις επαγγελίες θεραπείας των δεινών της πολιτικής μέσω της πολιτικής είναι ασφαλώς θεμιτή και θεμελιωμένη. Θεωρούμε, ωστόσο, ότι δεν μπορεί να του καταλογιστεί ριζική απαισιοδοξία ως προς την εν γένει πορεία του κόσμου, αφού μπορεί μεν η ιστορία να παραμένει συνυφασμένη με τη βία, με τις μορφές μόνο να αποτελούν αντικείμενο αλλαγής, ωστόσο δια μέσου των δεινών και των αντιφάσεών του ο κόσμος τελικά «προχωρεί», όπως μας λέει κι ο ίδιος. Ο κόσμος δεν μένει στάσιμος κι αυτός θα ήταν, άλλωστε, κι ο βαθύτερος λόγος διατήρησης της ελπίδας, χωρίς την οποία δεν μπορούν να δικαιώνονται σε βάθος χρόνου και να μακροημερεύουν η τέχνη, η φιλοσοφία και ο πολιτισμός.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου