Παρασκευή 17 Αυγούστου 2018

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ, Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ


Ο Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998) υπήρξε ένας σημαντικός θεωρητικός της μεταπολεμικής Ελλάδας με διεθνή καριέρα και αναγνώριση, κυρίως στη Γερμανία.

Ίσως είναι δηλωτική της ιδιοτυπίας του και η δυσκολία κατάταξής του σε κάποια επιμέρους επιστήμη ή σχολή. Αφού γνώρισε τον επιστημονικό λόγο στη Νομική, ξεκίνησε τις σπουδές της αρεσκείας του στην κλασική φιλολογία, θήτευσε επί μακρόν και με επιτυχία στη φιλοσοφία, μεταπήδησε στην ιστορία ως καθολική συνένωση όλων (σχεδόν) των επιμέρους κλάδων που σχετίζονται με τη μελέτη της εκάστοτε εποχής και στο τέλος του βίου του αποδύθηκε στο σημαντικό πλην ανολοκλήρωτο εγχείρημα της συγκρότησης ενός νέου καθολικής εμβέλειας επιστημονικού πεδίου, της κοινωνικής οντολογίας ή οντολογίας του πολιτικού.
Δέχτηκε –όχι άδικα– κριτική για τη λογική ασυνέπεια κεντρικών θέσεών του σύμφωνα με θεμελιώδη κριτήρια του φιλοσοφικού στοχασμού και απάντησε έντονα υποστηρίζοντας τον δημιουργικό και συνθετικό χαρακτήρα της έρευνάς του. Αν θέλει να προσδιορίσει κανείς εγγύτερα το θεωρητικό του στίγμα, από φιλοσοφική άποψη πάντα, θα πρέπει μάλλον να τον ονομάσει οξυδερκή ανατόμο των σχέσεων εξουσίας από τη σκοπιά ενός σκεπτικιστή των αξιών.

Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 75 χρόνων από τη γέννησή του σήμερα, 17 Αυγούστου 2018, παραθέτουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το προγραμματικό του βιβλίο με τίτλο Ισχύς και απόφαση. Η διαμόρφωση κοσμοεικόνων και το πρόβλημα των αξιών, Στιγμή, Αθήνα 1991, σ. 23-25, 213-215, 230-232.
Το βιβλίο αυτό, κατά την προσφιλή συνήθεια του συγγραφέα, αποτελεί μετάφραση του γερμανικού πρωτοτύπου από τον ίδιο (πρβλ. P. Kondylis, Macht und Entscheidung. Die Herausbildung der Weltbilder und die Wertfrage, Klett-Cotta, Στουτγάρδη 1984).


           Απόφαση (de-cisio, Ent-scheidung) είναι η πράξη ή η διαδικασία αποκοπής ή αποχωρισμού, από την οποία προκύπτει μια κοσμοεικόνα κατάλληλη να εγγυηθεί την ικανότητα προσανατολισμού την αναγκαία για την αυτοσυντήρηση. Πριν από την απόφαση δεν υπάρχει κόσμος ως συγκεκριμένα διευθετημένο Όλο μέσα στην αντίληψη ενός υποκειμένου επίσης συγκεκριμένου, δηλαδή υποκειμένου που κατέχει ορισμένη θέση μέσα σ’ αυτό το Όλο· υπάρχει απλώς ένας προκαταρκτικός κόσμος, δηλαδή μια ετερόκλητη ποικιλία ή ένα λίγο-πολύ χαλαρό άθροισμα κατ’ αρχήν ισότιμων υλικών εντυπώσεων, κινήσεων και ροπών, που μέσα σ’ αυτήν την στερούμενη νοήματος αρχέγονη κατάσταση δεν μπορούν ούτε να παράσχουν ένα αξιόπιστο πλαίσιο προσανατολισμού ούτε να θέσουν σε κίνηση πράξεις υποσχόμενες επιτυχία ή να δικαιώσουν τέτοιες πράξεις εκ των υστέρων. Με την πράξη ή τη διαδικασία αποχωρισμού τα συστατικά στοιχεία του προκαταρκτικού κόσμου παύουν να είναι κατ’ αρχήν ισότιμα μεταξύ τους και μοιράζονται σε ενδιαφέροντα και αδιάφορα, ανώτερα και κατώτερα, όπου τα πρώτα αποτελούν συνάμα τη βάση ενός κοσμοθεωρητικού προσχεδίου. Αυτή η πράξη ή η διαδικασία είναι υποκειμενική, δηλαδή καθορίζεται από τη γνωστική και βουλητική προοπτική του υποκειμένου της απόφασης, πρώτα-πρώτα με την έννοια ότι έτσι κι αλλιώς αναφέρεται μονάχα σε ό,τι εμφανίζεται, πολλές φορές παροδικά μόνο, μέσα στην προοπτική τούτη. (…)
         Έτσι η απόφαση σημαίνει τόσο τον άλλοτε άγριο κι άλλοτε ήπιο βιασμό της αδιευθέτητης πραγματικότητας ενός δεδομένου προκαταρκτικού κόσμου, όσο και την άλλοτε συνεκτική κι άλλοτε αποσπασματική συγκρότηση της πραγματικότητας ενός οργανωμένου κόσμου. Στο πλαίσιό της συναρτώνται υποχρεωτικά τάξη και καθυπόταξη, σύντμηση και κατάτμηση, αφομοίωση και αποβολή, συναίρεση και διαίρεση.
         (…) Η έσχατη πραγματικότητα συνίσταται από υπάρξεις άτομα ή ομάδες που αγωνίζονται για την αυτοσυντήρησή τους και μαζί, αναγκαστικά, για τη διεύρυνση της ισχύος τους· γι’ αυτό συναντώνται ως φίλοι ή ως εχθροί και αλλάζουν τους φίλους και τους εχθρούς ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα για την αυτοσυντήρησή τους και τη διεύρυνση της ισχύος τους. Η απόφανση αυτή μοιάζει να είναι, και κατά βάθος είναι, κοινότοπη, αν όμως τη στοχαστούμε ίσαμε την ακραία της συνέπεια, χωρίς να παρεισφρήσουν λαθραία ετερογενείς σκέψεις, σημαίνει τον – μόνο λογικό, εννοείται – εξοβελισμό κάθε κανονιστικής θεώρησης. Αλλά πρώτα-πρώτα η θεμελιώδης αυτή οντολογική απόφανση δεν θα πρέπει να νοηθεί βιολογιστικά ή υπό την έννοια μιας αντιπαράθεσης του «πνεύματος» προς τη ζωή ή την ύπαρξη. Η ανθρώπινη ύπαρξη, έτσι όπως τη γνωρίζουμε, δεν μπορεί να χωριστεί διαμέσου αφαιρέσεων από το «πνεύμα» σε όλες του τις μορφές (τόσο τις «ενορατικές» όσο και τις «λογικές») χωρίς να πάψει να είναι ανθρώπινη (…)
         Η έκφραση «έσχατη πραγματικότητα», την οποία χρησιμοποιήσαμε μόλις, αναφερόμενοι στις μαχόμενες υπάρξεις, δεν πρέπει λοιπόν να κατανοηθεί υπό την έννοια της παραδοσιακής ουσιολογικής μεταφυσικής. Εννοούμε απλώς ότι όλες οι άλλες αντιλήψεις και έννοιες για την πραγματικότητα είναι έργο της έσχατης εκείνης πραγματικότητας, ότι δηλαδή οι ιδέες και οι αξίες αποτελούν λειτουργίες ή τους τρόπους λειτουργίας της κοινωνικής ύπαρξης καθώς αγωνίζεται για την αυτοσυντήρησή της και τη διεύρυνση της ισχύος της και ότι η καταγωγή τους αυτή προσδιορίζει την υφή τους· όμως, από την άλλη μεριά, δεν αποτελούν απλά συμβεβηκότα της κοινωνικής ανθρώπινης ύπαρξης ή ουσίας, τα οποία θα ήταν δυνατόν και να της λείπουν. Ώστε η αξιολογικά ελεύθερη θεώρηση διόλου δεν παραγνωρίζει την ύπαρξη και την επίδραση ιδεών και αξιών υπό την έννοια των ειδικών υπαρξιακών λειτουργιών, όμως δεν μπορεί να πάρει το περιεχόμενό τους στην ονομαστική του αξία και τοις μετρητοίς. Αν ουσιαστικό γνώρισμα μιας ιδεαλιστικής τοποθέτησης είναι ότι παίρνει τις ιδέες στην ονομαστική τους αξία, τότε η αξιολογικά ελεύθερη θεώρηση είναι ρητά αντιιδεαλιστική. Ξεκινώντας από την παραπάνω θεμελιώδη οντολογική απόφανση κατανοεί τις ιδέες και τις αξίες σε πρώτη γραμμή ως σύμβολα και ως όπλα, κι έτσι ξεκόβει από κάθε μορφής ιδεαλισμό.
         Οι αξίες ως λειτουργίες και οι αξίες ως περιεχόμενα είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, και το γεγονός ότι το πνεύμα παράγει «αξίες», αποτελεί εξ ίσου λίγο απόδειξη κάποιας αντιστοιχίας της υφής του «πνεύματος» με την υφή των αξιών όσο και το γεγονός της παραγωγής ιδεών από μέρους του ανθρώπου αποδείχνει την καθαρά πνευματική του υπόσταση ως όντος. Μαχόμενες υπάρξεις που διαθέτουν «πνεύμα», δηλαδή ζουν κοινωνικά και παράγουν αξίες, οφείλουν να διασφαλίζουν με τον αγώνα τους την αυτοσυντήρησή τους όχι μόνο από φυσική, αλλά και από «πνευματική» άποψη.
         (…) Το περιεχόμενο της απόφασης, το οποίο προσδιορίζει λεπτομερέστερα το Δέον και επιτάσσει στο υποκείμενο τη συμπεριφορά του, επαφίεται λοιπόν, παρ’ όλη την επήρεια των αμυντικών μηχανισμών της κοινωνίας, στο γούστο του ίδιου αυτού υποκειμένου – και λέγοντας εδώ «γούστο» δεν εννοούμε αστάθμητες επίνοιες και αρέσκειες, αλλά τις βαθύτερες κλίσεις και προσδοκίες της ύπαρξης, δηλαδή κάτι πολύ σοβαρό, παρά τα όσα υποδηλώνει η τρέχουσα χρήση της λέξης. Ακόμα και η απόφαση να μην υποκύψει κανείς στο άμεσο δέλεαρ του γούστου είναι ζήτημα («ανώτερου» ή «λεπτότερου») γούστου. Η διαφορά έγκειται απλώς στο αν κάποιος είναι διατεθειμένος να μετατρέψει ή όχι το γούστο του σε μια περισσότερο ή λιγότερο περιεκτική θεωρία για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Οφείλει πάντως να το κάμει οπωσδήποτε αν θέλει να συμμετάσχει στο παιγνίδι του κοινωνικού αγώνα για ισχύ.
         Με το γεγονός, ότι οι αξιολογήσεις και οι νοηματοδοσίες, οι ηθικές δεοντολογίες και καθηκοντολογίες αποτελούν σε έσχατη ανάλυση ζητήματα γούστου, μπορεί να συμφιλιωθεί μονάχα όποιος παραμένει ως παρατηρητής στο περιθώριο. Το ίδιο αυτό γεγονός όμως δεν μπορούν και δεν επιτρέπεται να το αναγνωρίσουν όσοι ενδιαφέρονται, με οποιαδήποτε (κατά κανόνα ηθικά) πρόσημα, να εξαντικειμενικεύσουν την απόφασή τους και να την παρουσιάσουν ως δεσμευτική για την κοινωνία.
Αν έτσι γίνονται ευτυχέστεροι από τους άλλους, αποτελεί επίσης ζήτημα γούστου, που δεν χρειάζεται να εξετασθεί εδώ. Εν πάση περιπτώσει η αξίωση τους γεννά αργά ή γρήγορα ανταγωνισμούς και έτσι η προβολή της, κι ακόμα και η ικανοποίηση της, απλώς διαιωνίζει την κατάσταση που μακροπρόθεσμα ήθελε να καταργήσει. Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά τελειωτική λύση και καμιά ευτυχία που να μη διατρέχει κινδύνους. Όποιος πιστεύει στην ύπαρξη τελειωτικών λύσεων φοβάται απλώς ότι θα χάσει τη βεβαιότητα μιας ευτυχίας χωρίς κινδύνους.
Αυτή είναι η «έσχατη πραγματικότητα», όπως τη συλλαμβάνει η αξιολογικά ελεύθερη περιγραφική θεωρία της απόφασης. Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι αναμφίβολα δεν θα επιθυμούσαν να ζουν «σ’ έναν τέτοιο κόσμο» – μολονότι αυτό κάνουν στην πραγματικότητα. Η απέχθεια ενάντια σ’ έναν τέτοιο κόσμο πρέπει στ’ αλήθεια να είναι ζωηρή και ειλικρινής, αλλιώς οι άνθρωποι δεν θα είχαν επινοήσει την ηθική και τη μεταφυσική για να εξωραΐσουν τον κόσμο τους και να τον κάμουν κατοικήσιμο –και επί πλέον για να συμφιλιωθούν κάπως με τον θάνατο, ο οποίος δεν είναι κάτι που θα συμβεί μια φορά στο μέλλον, αλλά αποτελεί μέρος της καθημερινής ζωής, και δεν συνίσταται απλώς στο βιολογικό τέλος, αλλά και στον αμείλικτα πεπερασμένο και σχετικό χαρακτήρα όλων των ανθρώπινων εγχειρημάτων.
Ωστόσο και η δυσφορία απέναντι σ’ έναν κόσμο δίχως αξία και νόημα παραμένει ζήτημα γούστου. Στα δικά μου μάτια και για τις δικές μου θεωρητικές περιέργειες ο κόσμος έτσι όπως είναι παρουσιάζει άπειρον ενδιαφέρον.
Βρίσκω συγκλονιστικό και συναρπαστικό το ότι πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη η ύλη ή ενέργεια –όπως θέλει κανείς– απόκτησε συνείδηση του εαυτού της, ότι υπάρχουν όντα που επιδιώκοντας να διευρύνουν την ισχύ τους παράγουν το «πνεύμα» σ’ όλη την ποικιλία των μορφών και των εκπληκτικών παιγνιδιών του και που αλληλοεξοντώνονται επικαλούμενα κατά προτίμηση άρθρα πίστεως και θεωρίες.
Ωστόσο τέτοιες παρατηρήσεις και σκέψεις μπορούν να χαρίσουν απολαύσεις μονάχα σε λεπτογεύστες και επαΐοντες του περιθωρίου. Και εν πάση περιπτώσει δεν αποτελούν πειθαναγκαστικά επιχειρήματα εναντίον της αυτοκτονίας από πλήξη.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου