Δευτέρα 21 Αυγούστου 2023

Ο ΜΙΛΑΝ ΚΟΥΝΤΕΡΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΙΞΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΑΣ

 Ο φημισμένος Τσέχος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα (Milan Kundera, Μπρνο, 1-4-1929-.Παρίσι 11-07-2023) καταγόταν από εύπορη οικογένεια με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Ο πατέρας του Λούντβικ (Ludvig) ήταν πιανίστας και καθηγητής στη Ανώτατη Μουσική Σχολή της γενέτειρας πόλης, κάτι που τον σημάδεψε και στη δική του πνευματική συγκρότηση.

Η προσχώρησή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Τσεχοσλοβακίας το 1948, όταν ο ίδιος ήταν δεκαεννέα ετών και τη χρονιά που το Κόμμα ανήλθε στην εξουσία με τρόπο αμφιλεγόμενο, δεν οφείλεται κατά τεκμήριο σε κάποιου είδους ιδεολογική συνειδητότητα όπως αυτή που περιγράφουν οι Μαρξ και Ένγκελς στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος αναφερόμενοι σε διορατικούς εκπροσώπους των εύπορων και κυρίαρχων τάξεων, αλλά μάλλον σε κάποιον νεανικό ενθουσιασμό υπαγορευμένο από το πνεύμα μιας ολόκληρης εποχής και συνυφασμένο με το όραμα μιας νέας κοινωνίας. Τόσο, όμως, η επικράτηση του σοσιαλιστικού καθεστώτος στην (παλαιά) Τσεχοσλοβακία, όσο και η προσχώρηση του Κούντερα ως νεαρού διανοουμένου στο Κ.Κ., αποδεικνύονται σε βάθος χρόνου ως εξαιρέσεις που κάποια στιγμή δίνουν τη θέση τους στις επικρατούσες τάσεις: η Τσεχία και η Σλοβακία ιστορικά ανήκαν στη σφαίρα επιρροής του γερμανόφωνου πολιτισμού και όχι της Ρωσίας, ενώ ο Κούντερα από τη μεριά του ακολούθησε την εξέλιξη ενός πνευματικά και πρακτικά αυτοδύναμου ανθρώπου που δεν του ήταν καθόλου εύκολο να συμβιβαστεί με ένα εξόχως αυταρχικό πολιτικό σύστημα: από το Κόμμα διαγράφηκε δύο φορές, την πρώτη το 1952 και τη δεύτερη και οριστική το 1970.

Με άξονα πρωτίστως την Άνοιξη της Πράγας ως κίνηση για έναν "σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο", η οποία τερματίστηκε με την εισβολή των τεθωρακισμένων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στις 21 Αυγούστου 1968, πλέχτηκε και χτίστηκε η φήμη και η διεθνής επίδρασή του συγγραφέα. Ήταν λογικό κι επόμενο οι σχετικές του αναφορές να επικροτηθούν και να αξιοποιηθούν από όλες τις πολιτικές δυνάμεις που δεν ταυτίζονταν με τον "ορθόδοξο" και φιλοσοβιετικό κομμουνισμό. Από την άλλη πρέπει να έχουμε κατά νου ότι ο ιδεολογικός προσανατολισμός του συγγραφέα είναι ανεξάρτητος από τα περισσότερα κυρίαρχα ρεύματα και από αυτήν την άποψη πρέπει να κρίνεται, ιδίως αν λάβουμε υπ' όψιν την κατοπινή προσχώρησή του σε τάσεις γενικότερης υπαρξιακής ανησυχίας για την πορεία του δυτικού πολιτισμού (πρβλ. ιδίως το δοκίμιο με τίτλο Un occident kidnappé το 1983).

Με βάση αυτά τα δεδομένα ας δούμε δύο χαρακτηριστικές αναφορές στο κεντρικό πολιτικό γεγονός της σύγχρονης τσέχικης και ευρωπαϊκής ιστορίας από την Αβάσταχτη ελαφρότητα τού είναι (μτφρ. Κατερίνας Δασκαλάκη, Εστία-Το Βήμα, Αθήνα 2007):

"Όλα τα περασμένα εγκλήματα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας διαπράχθηκαν κάτω από τη σκέπη ενός διακριτικού μισοσκόταδου. Η μεταφορά μισού εκατομμυρίου Λιθουανών στην εξορία, η δολοφονία εκατοντάδων χιλιάδων Πολωνών, η εξολόθρευση των Τατάρων της Κριμαίας, όλα αυτά έμειναν χαραγμένα στη μνήμη χωρίς φωτογραφικές μαρτυρίες, δηλαδή σαν κάτι που δεν μπορεί ν' αποδείξει κανείς και που αργά ή γρήγορα θα μπορούσαν να το κάνουν να φανεί σαν μια εξαπάτηση. Αντίθετα, η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968 φωτογραφήθηκε, γυρίστηκε σε ταινίες και τοποθετήθηκε στα αρχεία όλου του κόσμου.

(...) Πολλές από τις φωτογραφίες της εμφανίστηκαν στο εξωτερικό, σε εφημερίδες κάθε είδους: έβλεπε κανείς τανκς, γροθιές απειλητικές, κτίρια κατεστραμμένα, νεκρούς σκεπασμένους με μια τρίχρωμη σημαία ματωμένη, νεαρούς με μηχανάκια που έτρεχαν με μεγάλη ταχύτητα γύρω από τα άρματα ανεμίζοντας τσέχικες σημαίες στην άκρη μακριών κονταριών και πολύ νέα κορίτσια που φορούσαν απίστευτα κοντές μίνι φούστες, να προκαλούν τους δύστυχους, σεξουαλικά πεινασμένους Ρώσους στρατιώτες, αγκαλιάζοντας κάτω απ' τα μάτια τους άγνωστους περαστικούς. Η ρώσικη εισβολή, ας το επαναλάβουμε, δεν ήταν μόνο μια τραγωδία. Ήταν επίσης μια γιορτή του μίσους, την παράξενη ευφορία της οποίας κανείς, ποτέ, δεν θα καταλάβει" (σ. 73)

"Συχνά, σκεφτόταν τον λόγο που έβγαλε ο Ντούμπτσεκ στο ραδιόφωνο μετά την επιστροφή του απ' τη Μόσχα. Δεν θυμόταν τίποτα πια απ' ό,τι είχε πει, αλλά είχε ακόμα στ' αυτιά της την τρεμουλιαστή του φωνή. Τον σκεφτόταν: τον είχαν συλλάβει μέσα στην ίδια τη χώρα του ξένοι στρατιώτες, αυτόν, τον αρχηγό ενός κυρίαρχου κράτους, τον είχαν αρπάξει, τον είχαν κρατήσει για τέσσερις μέρες αιχμάλωτο στα βουνά της Ουκρανίας τον είχαν αφήσει να καταλάβει ότι θα τον τουφέκιζαν, όπως δώδεκα χρόνια νωρίτερα είχαν τουφεκίσει τον Ούγγρο πρόδρομό του Ίμρε Νάγκι, μετά τον είχαν μεταφέρει στη Μόσχα, τον είχαν διατάξει να κάνει μπάνιο, να ξυριστεί, να ντυθεί, να βάλει μια γραβάτα, του είχαν αναγγείλει ότι δεν προοριζόταν πια για το εκτελεστικό απόσπασμα, τον είχαν διατάξει να θεωρεί τον εαυτό του και πάλι αρχηγό κράτους, τον είχαν κάνει να καθίσει σ' ένα γραφείο απέναντι απ' τον Μπρέζνιεφ και τον είχαν αναγκάσει να διαπραγματευθεί.

Είχε γυρίσει πίσω ταπεινωμένος και είχε απευθυνθεί σ' έναν λαό ταπεινωμένο. Ήταν ταπεινωμένος σε σημείο που δεν μπορούσε να μιλήσει." (σ. 78)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου