Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2020

ΣΕ ΠΟΙΟ ΕΘΝΟΣ ΑΝΗΚΟΥΝ ΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ;

 

Ένα άρθρο των Γιώργου Η. Ηλιόπουλου και Δημήτρη Ελέα*

 

Διαβάσαμε πρόσφατα στον Τύπο (πρβλ. εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», 11/09/2020) δηλώσεις του Υπουργού Εσωτερικών της Τουρκίας Σουλεϊμάν Σοϊλού, ο οποίος δήλωσε ότι το έθνος στο οποίο και ο ίδιος ανήκει είναι ευγενές, καθώς οι πρόγονοι των σημερινών Τούρκων «προώθησαν τη φιλοσοφία».

Τέτοιες δηλώσεις, βέβαια, μόνο θυμηδία προκαλούν σε μας τους Έλληνες, καθώς γνωρίζουμε, οι περισσότεροι τουλάχιστον, περί τίνος πρόκειται. Δεν αναφέρεται ο Τούρκος πολιτικός στη σύγχρονη και πρόσφατη ακαδημαϊκή φιλοσοφία στη γείτονα χώρα, που όντως υπάρχει και έχει αναδείξει ορισμένες άξιες λόγου μορφές, ούτε σε επιρροές που παλαιότερα θα μπορούσαν να έχουν δεχτεί οι πρόγονοί του από τους λαμπρούς Άραβες φιλοσοφούντες λογίους. Τέτοια ζητήματα, ευτυχώς ή δυστυχώς, ενδιαφέρουν μόνον στενούς ακαδημαϊκούς κύκλους και δεν είναι κατάλληλα για πολιτική εκμετάλλευση. Αντίθετα, πρόκειται για κάτι πιο «πιασάρικο»:  Ποντάροντας στο αναντίρρητο ιστορικό γεγονός, ότι οι πρώτοι φιλόσοφοι γεννήθηκαν, έζησαν, έδρασαν και δίδαξαν σε τόπους που σήμερα ανήκουν στην Τουρκία και απευθυνόμενος είτε σε αδαείς, είτε σε γνωρίζοντες, που όμως δεσμεύονται από κάποιους προσωπικούς τους υπολογισμούς, ή έστω από κανόνες κόσμιας συμπεριφοράς, ο Τούρκος αξιωματούχος παρουσιάζει – τεχνηέντως μεν, καθόλου πειστικά δε – τη χώρα του λίγο-πολύ σαν κοιτίδα της φιλοσοφίας. Λαμβάνοντας μάλιστα υπ’ όψιν ότι οι μορφωμένοι αποδέκτες τέτοιων δηλώσεων γνωρίζουν πιθανόν από κάποιο εγχειρίδιο ότι ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο Αναξίμανδρος και ο Ηράκλειτος υπήρξαν οι πρώτοι δυτικοί φιλόσοφοι, καταλαβαίνουμε ότι με τέτοιες δηλώσεις η Τουρκία καταφέρνει έμμεσα και υπόγεια να διεκδικήσει ξανά διαπιστευτήρια εισόδου στον κόσμο των δυτικών κρατών, με τον οποίον ανέκαθεν οι σχέσεις της είναι ιδιόμορφες και τεταμένες.

Τέτοιες δηλώσεις μπορεί να μην αντέχουν στη βάσανο της επιστημονικής κριτικής, πλην όμως παρουσιάζουν ενδιαφέρον ως δείγμα γραφής μιας πολλαπλά εκδηλούμενης πολιτισμικής και πολιτικής στρατηγικής. Στην Ιωνία, μας λένε οι γείτονές μας, έζησαν οι «πρώτοι Τούρκοι φιλόσοφοι», εκεί όπου έζησε και ο Όμηρος, μακρινός πρόγονος τάχα του Ομέρ Βρυώνη (!) και ο Όμηρος δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να υμνήσει τα κατορθώματα και τα πάθη του Αγαμέμνονα, ο οποίος επίσης είχε τουρκικές ρίζες, καθώς το πρώτο συνθετικό του ονόματός του παραπέμπει καταφανώς στη λέξη αγάς και το δεύτερο στη λέξη memnun (= ευχαριστημένος)!

Με δεδομένο, όμως, ότι τέτοιου είδους δηλώσεις στερούνται παντελώς κάθε επιστημονικής βάσης, γιατί γίνονται άραγε και πού αποσκοπούν; Κι εδώ η απάντηση είναι προφανής για τους γνωρίζοντες και, επιπλέον, πολύ ενδιαφέρουσα σε επίπεδο ιστορικής και πολιτικής ανάλυσης. Οι Τούρκοι στην πορεία της εξάπλωσής τους από τις στέπες της Ασίας έως τα τείχη της Βιέννης διασταυρώθηκαν με τους Έλληνες ως κληρονόμους και συνεχιστές (όχι αποκλειστικούς) του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και κατέκτησαν περιοχές άνθησης του πολιτισμού αυτού σε όλες τις εκφάνσεις του, από τη γλυπτική και την αρχιτεκτονική έως το θέατρο και τη μουσική, από τη ναυσιπλοΐα έως τη δημοκρατία και τους θεσμούς της κι από τη ρητορική μέχρι τη φιλοσοφία. Σε τέτοιες περιοχές εγκαταστάθηκαν και πρόκοψαν οι Τούρκοι – και εν μέρει παραμένουν εγκατεστημένοι. Και έχοντας αυτό το γεωπολιτικό πλεονέκτημα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η πολιτική του κράτους τους, ιδίως κατά τις πρόσφατες δεκαετίες, είναι σοβινιστική, επεκτατική και νεο-οθωμανική, προκύπτει ως φυσιολογικό επακόλουθο η διεκδίκηση, ή μάλλον ο σφετερισμός, ενός πολιτισμικού και ιστορικού ρόλου που δεν τους ανήκει. Τέτοιου είδους ανιστόρητες δηλώσεις εκ μέρους της Τουρκίας δεν είναι παρά η έκφραση μιας διαρκούς επιθετικής στρατηγικής με άλλα μέσα, κάτι που σημειωτέον σήμερα δεν χαρακτηρίζει μόνον την ισλαμιστική και λαϊκιστική κυβέρνηση, αλλά και την κεμαλική αξιωματική αντιπολίτευση (πρβλ. τις δηλώσεις του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, αρχηγού του κόμματος CHP, ο οποίος κατηγόρησε τον Ερντογάν ότι παραχωρεί το Αιγαίο στους γείτονες). Όπως το ερευνητικό σκάφος Oruç Reis πλέει σε ύδατα που δεν ανήκουν στη χώρα του, έτσι και οι Τούρκοι πολιτικοί με δηλώσεις τους εισέρχονται λάθρα σε πεδία της ιστορίας της φιλοσοφίας και του πολιτισμού που τους είναι παντελώς ξένα.

Είναι, όμως, άραγε αναγκαίο στη σύγχρονη Ελλάδα να εστιάζουμε σ’ αυτές τις δηλώσεις, οι οποίες φέρουν έντονη τη σφραγίδα της γραφικότητας, περισσότερο από ό,τι ασχολούμαστε με άλλες πράξεις προφανούς πολιτικής και πολιτισμικής πρόκλησης, όπως η εκ νέου μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί ή οι καταστροφές μνημείων που έχουν συντελεστεί στα κατεχόμενα της Κύπρου; Και μήπως χάνουμε κι εμείς μέρος της αξιοπιστίας μας, όταν καταδεχόμαστε να καταπιαστούμε με τόσο ανιστόρητα αφηγήματα;

Η απάντηση εδώ πρέπει να δοθεί με προσοχή. Το γεγονός ότι ο σφετερισμός της αλλότριας και δη της ελληνικής κληρονομιάς εκτυλίσσεται σε βάθος χρόνου, μπορεί ακριβώς να σημαίνει και ότι στηρίζεται σε μιαν ορισμένη θετική ανάδραση. Ο επισκέπτης του Μουσείου της Περγάμου (Pergamonmuseum) στο Βερολίνο διαβάζει σε φυλλάδια και επιγραφές ότι η εντυπωσιακή ακρόπολη της αρχαίας πόλης, η οποία αποτελεί το βασικό και κορυφαίο έκθεμα του Μουσείου, προέρχεται από την Τουρκία. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη συγκεκριμένη πληροφορία, αφού πράγματι η Πέργαμος βρισκόταν στα εδάφη της σημερινής Τουρκίας και μάλιστα οι θησαυροί της μεταφέρθηκαν στη Γερμανία τον 19ο αιώνα, την περίοδο που οι δύο αυτοκρατορίες, η γερμανική και η Οθωμανική, είχαν αγαστές σχέσεις. Και κάθε επισκέπτης συγκεκριμένης ιστοσελίδας του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (του περιώνυμου M.I.T.)  πληροφορείται ότι πατρίδα του Θαλή, του Ηράκλειτου, του Αναξιμένη, του Επίκτητου (!) και του Πρόκλου ήταν η Τουρκία, ενώ με το ίδιο κριτήριο, το πού ανήκει σήμερα ο τόπος γέννησης της εκάστοτε προσωπικότητας, ο Κεμάλ Ατατούρκ και ο ποιητής Ναζίμ Χικμέτ «παραχωρούνται» στην Ελλάδα, ως γεννηθέντες στη Θεσσαλονίκη.

Ας δώσουμε, λοιπόν, την απαραίτητη προσοχή στο ζήτημα, διότι οι σκόπιμες πολιτισμικές «ανορθογραφίες» της Τουρκίας μπορεί και να προκαλούν σύγχυση στους δυτικούς φίλους μας, για τους οποίους σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτονόητα όσα εμείς θεωρούμε δεδομένα. Ας πάμε όμως κι ένα βήμα πέρα από την αποκατάσταση της «αλήθειας των γεγονότων». Ο Θαλής και οι λοιποί φιλόσοφοι δεν ανήκουν στην Τουρκία, σε πείσμα των δηλώσεων Τούρκων πολιτικών, όχι μόνον επειδή δεν γεννήθηκαν από Τούρκους και ούτε επειδή οι σύγχρονοι Έλληνες διεκδικούν αυτάρεσκα την αποκλειστικότητα επί των τίτλων και της κληρονομιάς τους. Οι παγκοσμίως φημισμένοι φιλόσοφοι δεν ανήκουν στην Τουρκία πρωτίστως επειδή εκπήγασαν από έναν πολιτισμό που καλλιέργησε αξίες τόσο σημαντικές και ακτινοβόλες, από τις οποίες, δυστυχώς, η «φίλη και σύμμαχος» χώρα ήταν και παραμένει απομακρυσμένη. Οὐχ ἑλληνικὸν τὸ προσκυνεῖν, είπε με παρρησία ο ιστορικός Καλλισθένης στον φίλο και προστάτη του Μέγα Αλέξανδρο και λέγοντας «εμείς και στους θεούς όρθιοι μιλάμε» ξανάπιασε το ίδιο νήμα της σκέψης ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πολλούς αιώνες αργότερα. Επειδή, όμως, μια τέτοια ηθική και πολιτική στάση στους ανατολικούς γείτονές μας είναι είτε άγνωστη είτε ακατανόητη, γι’ αυτό και ο μέγας Χέγκελ γράφει ότι «η Κίνα, η Περσία, η Τουρκία και η Ασία εν γένει είναι το έδαφος του δεσποτισμού»,[1] μιας ιστορικά αναγκαίας μεν, πλην παρωχημένης μορφής πολιτικής οργάνωσης, ενώ η Ευρώπη, αντίθετα, είναι η επικράτεια άνθησης της ελευθερίας. Η τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα, δυστυχώς, υπογραμμίζει εκ νέου την ορθότητα της θεμελιώδους διαπίστωσης του Γερμανού φιλοσόφου, κάτι που καλό θα ήταν να γνωρίζουν σαφώς και να πράττουν ανάλογα οι σημερινοί πολίτες σε Ελλάδα, Ευρώπη, αλλά και Αμερική – προκειμένου, αν μη τι άλλο, να αποδειχθούν και οι ίδιοι άξιοι της κληρονομιάς, επί της οποίας στηρίχθηκαν οι σύγχρονοι πολιτισμοί τους.

 

   

 

*Ο Γιώργος Η. Ηλιόπουλος είναι διδάσκων στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

O Δημήτρης Ελέας σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Λονδίνο και είναι συγγραφέας και πολιτικός ακτιβιστής που ζει στη Νέα Υόρκη.


Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 81-82 του περιοδικού Φιλοσοφία και Παιδεία, σ. 34-35.
Επίσης, δημοσιεύθηκε στο τεύχος 113 (Νοέμβριος 2020) της μηνιαίας επιθεώρησης The Books' Journal.

[1]. G.W.F. Hegel, Vorlesungen über die Philosophie der Geschichte, Werke, τόμος 12, επιμ. E. Moldenhauer- K.M. Michel, Suhrkamp, Φρανκφούρτη του Μάιν 1986, σ. 202.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου