«Η
καθαρή όμως έννοια (ή η απειρία ως άβυσσος του μηδενός, όπου βυθίζεται ολόκληρο
το είναι) θα πρέπει τον άπειρο πόνο, που προηγουμένως υπήρχε μόνο στην παιδευτική
καλλιέργεια κατά τρόπο ιστορικό και ως το συναίσθημα πάνω στο οποίο στηρίζεται
η θρησκεία της νεότερης εποχής, το συναίσθημα ότι ο ίδιος ο Θεός είναι νεκρός
(εκείνο που εκφράστηκε μόνον εμπειρικά με τη ρήση του Πασκάλ [Pascal]: «η φύση είναι τέτοια που
παντού μας δείχνει έναν χαμένο Θεό, και μέσα στον άνθρωπο και έξω από τον
άνθρωπο»), να τον ορίσει τον πόνο τούτο ως μία καθαρή στιγμή, αλλά τίποτε
περισσότερο από μία στιγμή της ύψιστης Ιδέας. Και με τον τρόπο αυτό οφείλει να
δώσει φιλοσοφική υπόσταση σε κάτι που ήταν είτε ηθική προσταγή για την
αυτοθυσία της εμπειρικής ύπαρξης είτε η έννοια μιας τυπικής αφαίρεσης,
αποκαθιστώντας έτσι για τη φιλοσοφία την ιδέα της απόλυτης ελευθερίας και μαζί
τον απόλυτο πόνο ή τη νοησιαρχική Μεγάλη Παρασκευή που μέχρι τώρα ήταν μόνο
κάτι το ιστορικό. Κι έτσι η καθαρή έννοια θα ανασυγκροτηθεί σ’ όλη την αλήθεια
και τη σκληρότητα της αθεΐας της. Και μόνο μέσα από τη σκληρότητα αυτή (αφού
πρέπει να εξαφανιστεί ο εύθυμος τόνος, το αστήρικτο και το εξατομικευμένο των
δογματικών φιλοσοφιών και των φυσικών θρησκειών) οφείλει και δύναται να
αναστηθεί η ύψιστη ολότητα σε όλη της τη σοβαρότητα και από το πιο βαθύ της θεμέλιο,
για να αγκαλιάσει τα πάντα μέσα στην πιο χαρωπή ελευθερία της μορφής της».
Γκ. Β. Φ. Χέγκελ, Πίστη και Γνώση, μτφρ. Περικλής Σ.
Βαλλιάνος (με ελαφρές τροποποιήσεις), Σαββάλας, Αθήνα 2010, σ. 326-327
Ακολουθεί το πρωτότυπο / Es
folgt das Original
Der reine Begriff aber, oder die Unendlichkeit, als der
Abgrund des Nichts, worin alles Sein versinkt, muss den unendlichen Schmerz,
der vorher nur in der Bildung geschichtlich und als das Gefühl war, worauf die
Religion der neuen Zeit beruht, das Gefühl: Gott selbst ist tot, dasjenige, was
gleichsam nur empirisch ausgesprochen war, mit Pascals Ausdrücken: la nature est telle qu’ elle marque partout
un Dieu perdu et dans l’ homme et hors de l’ homme, rein als Moment, aber
auch nicht als mehr denn als Moment der höchsten Idee bezeichnen, und so dem,
was etwa auch entweder moralische Vorschrift einer Aufopferung des empirischen
Wesens oder der Begriff formeller Abstraktion war, eine philosophische Existenz
geben, und also der Philosophie die Idee der absoluten Freiheit, und damit das
absolute Leiden oder den spekulativen Karfreitag, der sonst historisch war, und
ihn selbst, in der ganzen Wahrheit und Härte seiner Gottlosigkeit
wiederherstellen, aus welcher Härte allein, weil das Heitre, Ungründlichere und
Einzelnere der dogmatischen Philosophien, so wie der Naturreligionen
verschwinden muss, die höchste Totalität in ihrem ganzen Ernst und aus ihrem
tiefsten Grunde, zugleich allumfassend, und in die heiterste Freiheit ihrer
Gestalt auferstehen kann und muss.
G. W. F. Hegel, Glauben und Wissen, Gesammelte Werke, 4ος τόμος, Meiner, Αμβούργο 1968, σ. 413-414
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου