Με τη συμπλήρωση τεσσάρων χρόνων από το αμφιλεγόμενο
ελληνικό Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 και μετά τη λήξη της
θητείας της κυβέρνησης που προέκυψε με το καταστάλαγμα των πυκνών και έντονων
εξελίξεων που έθεσαν την Ελλάδα στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής για
κάποιους μήνες, είναι ασφαλώς αναπόφευκτο να γίνουν διάφορες απόπειρες σύνδεσης
του πολιτικού παρόντος της χώρας με μια φάση πολιτικών εξελίξεων που ανήκουν
μεν πλέον στο παρελθόν, αλλά κατά κοινή ομολογία σχετίζονται με το σήμερα (με
πολλούς τρόπους επιβεβαιώθηκε τούτη η διαπίστωση το βράδυ των εκλογών της 7ης
Ιουλίου 2019)· τέτοιες απόπειρες – διαφόρων μορφών, επιπέδων και σκοπιμοτήτων –
έχουν ήδη δει το φως της δημοσιότητας. Ίσως, όμως, παράλληλα και συμπληρωματικά
προς την ακριβή καταγραφή των γεγονότων είναι σημαντικό να φωτιστεί η σημασία
εκείνης της σύντομης μεν, πλην σημαντικής περιόδου στη βάση μιας νηφάλιας
ανασύνθεσης των επίδικων ζητημάτων («διακυβευμάτων») που κρίνονταν τότε και στο
πλαίσιο μιας ουσιώδους αντιπαραβολής μεταξύ πολιτικού-ιδεολογικού λόγου και
πραγματικότητας.
1. Από τη μεριά των ευρωπαϊστών, οι οποίοι επέλεξαν το
εν πολλοίς γενικόλογο σύνθημα «Μένουμε Ευρώπη» ως μηχανισμό ταύτισης και
συνοχής, το δημοψήφισμα έκρινε την παραμονή ή όχι της χώρας στην ευρωζώνη, άρα
και στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – αν προς στιγμήν παραβλέψουμε ότι
η συμπερίληψη της Ελλάδας στις ισχυρές οικονομικά και πολιτικά χώρες
περισσότερο αναγόταν στην φαντασίωση ενός ειδυλλιακού πρόσφατου παρελθόντος,
παρά σε μια χειροπιαστή πραγματικότητα, αφού ήδη από τα πρώτα χρόνια της
ένταξης της Ελλάδας στην ευρωζώνη πλάι στα προπαγανδιστικά ιδεολογήματα περί
«σύγκλισης με την Ευρώπη» και «ισχυρής Ελλάδας» δεν έπαυε να συζητείται και να
προκύπτει από ρεαλιστικές αναλύσεις και η εικόνα μιας απρόσωπης,
γραφειοκρατικής και καπιταλιστικής Ευρώπης που αποφασίζει ερήμην των λαών (εκεί
παραπέμπουν όροι όπως «γραφειοκρατία των Βρυξελλών», «γαλλογερμανικός άξονας»
ή, επίσης, ο λόγος περί «δημοκρατικού ελλείμματος» και περί «Ευρώπης των πολλών
ταχυτήτων»).
2. Από τη μεριά των αντιευρωπαϊστών ή, πιο
συγκεκριμένα, των δυνάμεων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στρέφονταν κατά της
κυρίαρχης πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης, το δημοψήφισμα
ήταν η σημαδιακή πράξη αντίστασης που θα οδηγούσε στην έξοδο από την κηδεμονία
της ανάλγητης γραφειοκρατίας των Βρυξελλών και στην «έφοδο στον ουρανό»[1]
ενός μέλλοντος γεμάτου μεν με αντίσταση, ανυπακοή, αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια,
πλην όμως στις συγκεκριμένες όψεις του απροσδιόριστου. Επί της ουσίας κι εδώ
κυριαρχεί μια ιδεολογικά καθορισμένη κατασκευή δομικά ισοδύναμη με εκείνη των
ευρωπαϊστών, απλώς με αντεστραμμένο πρόσημο: το ειδυλλιακό μέλλον τοποθετείται
εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και ευρωζώνης, με ιστορικά ερείσματα που εντοπίζονται
είτε σε κάποιες μεταπολεμικές δεκαετίες οικονομικής ανάπτυξης με εθνικό νόμισμα
στην Ελλάδα, είτε στις περιπτώσεις χωρών που κατά καιρούς λύνουν κάποια
οικονομικά προβλήματα χρησιμοποιώντας εθνικό νόμισμα.
3. Από τη μεριά των δύο διαπραγματευόμενων μερών το
δημοψήφισμα ήταν εκ πρώτης όψεως ζήτημα πολιτικής τιμής, επιβολής και κύρους,
επί της ουσίας, όμως, επρόκειτο απλώς για μια φάση σε μια συνεχιζόμενη, σκληρή
και ανοιχτή διαδικασία.
4. Τελικά, και ως προς το χειροπιαστό αποτέλεσμα
υπήρχε εμφανής αναντιστοιχία μεταξύ φαίνεσθαι και είναι, μεταξύ προσδοκιών και
πραγματικότητας, Η όλη διαδικασία, μέχρι ενός σημείου τουλάχιστον, θύμιζε τη
γνωστή μας ρήση ώδινεν όρος και έτεκεν
μυν[2].
Και τούτο διότι στην κρίση του λαού (διαλαμβανόταν αναλυτικά στο ψηφοδέλτιο)
τέθηκε μία διττή διαπραγματευτική πρόταση του Προέδρου της Κομισιόν Ζαν-Κλωντ
Γιούνκερ, η οποία κατά τη χρονική στιγμή της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος είχε
ήδη αποσυρθεί από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ενώ επίσης απείχε ουσιαστικά
από την πρόταση που διαμορφώθηκε και συζητήθηκε στη μετέπειτα μαραθώνια
συνεδρίαση της νύχτας της 12η προς την 13η Ιουλίου και
κατέληξε στο περίφημο «τρίτο μνημόνιο». Από τυπική άποψη, συνεπώς, το
δημοψήφισμα θα μπορούσε να μην έχει γίνει ποτέ, ενώ ως προς το περιεχόμενο – αν
θυμηθούμε και τη διαρκώς επανερχόμενη στην ιστορία ετερογονία των σκοπών – θα
μπορούσε να λειτουργήσει ενισχυτικά ή υπονομευτικά για τις ελληνικές θέσεις
ανεξαρτήτως συγκεκριμένου αποτελέσματος: δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι μετά τη
γνωστοποίηση του αποτελέσματος άρχισαν να ακούγονται ολοένα πιο δυνατά και
ξεκάθαρα οι φωνές που υποστήριζαν την αποχώρηση της Ελλάδας από την ευρωζώνη,
με προεξάρχουσα εκείνη του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Όπως μπορούμε πλέον να πούμε με τη σοφία των εξελίξεων
που έκτοτε έλαβαν χώρα στο Ηνωμένο Βασίλειο, ακόμη και στην περίπτωση που μία
λαϊκή ετυμηγορία υπέρ της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιωκόταν να
εφαρμοστεί, τούτο θα προσέκρουε σε πλείστα όσα εμπόδια, τα οποία, σε ένα γενικό
επίπεδο, θα μπορούσαν να αναχθούν στην ιστορικά δεδομένη και θεσμικά
παντοιοτρόπως εκφρασμένη κοινή πορεία και ανάπτυξη (γερμ. zusammenwachsen) των εμπλεκόμενων και συμβαλλόμενων μερών. Σε μια
πορεία με στόχο την αποχώρηση θα μπορούσε μεν να προσδιοριστεί ένα χρονικό
σημείο έναρξης, σε καμία περίπτωση όμως η περαιτέρω εξέλιξη, ούτε ασφαλώς και η
τελική κατάληξη. Η λύση της απότομης και βίαιης αποχώρησης (αυτό περίπου που
σήμερα εκφράζεται με τον όρο no deal) αφ’ ενός δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί μέχρι τέλους,
αφού και πάλι πολλά θέματα σχετικά με τη διευθέτηση μελλοντικών πληρωμών και
τις μελλοντικές οικονομικές σχέσεις θα έπρεπε κάποια στιγμή να ρυθμιστούν με
διαπραγματεύσεις, αφ’ ετέρου είναι σαφές ποιο από τα διαπραγματευόμενα και
συγκρουόμενα μέρη της ετεροβαρούς σχέσης θα έβγαινε καταφανώς και αναπόδραστα
ζημιωμένο.
Ο Αλέξης Τσίπρας ήδη από την 1η Ιουλίου
2015 είχε αποσυνδέσει σαφώς την ενδεχόμενη έκβαση του δημοψηφίσματος από
εγχειρήματα αλλαγής του διεθνούς προσανατολισμού της χώρας: «Ορισμένοι
συνδέουν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος με το ευρώ. Λένε ότι έχω τάχα κρυφό
σχέδιο αν ψηφιστεί το «όχι» θα βγάλω τη χώρα από Ε.Ε. Λένε συνειδητά ψέματα», είπε με
σαφήνεια. Συνεπώς η μετέπειτα περίφημη «μετατροπή» του ΟΧΙ σε ΝΑΙ μπορεί να
εξέπληξε πολλούς και να ενόχλησε επίσης αρκετούς – σύμφωνα με τις προσδοκίες
που είχαν καλλιεργηθεί από διάφορες κατευθύνσεις, στις οποίες σε κάποιο βαθμό
είχε συμβάλει και ο ίδιος ο πρωθυπουργός – όμως αφ’ ενός παρέμενε στο πλαίσιο
της εκφρασμένης ετυμηγορίας του ελληνικού λαού, ο οποίος ουδέποτε ρωτήθηκε για
μιαν επιλογή αμεσότερη ή ριζοσπαστικότερη πέρα από τη στάση στις όποιες
προτάσεις Γιούνκερ, ενώ αφ’ ετέρου αποτέλεσε μια χαρακτηριστική πράξη πολιτικής
φρόνησης, αφού, αν θυμηθούμε τον Αριστοτέλη στα Ηθικά Νικομάχεια, στα χαρακτηριστικά της ύψιστης πολιτικής αρετής
περιλαμβάνονται: α. η επικέντρωση στο καθ’ έκαστον, στο εκάστοτε συγκεκριμένο,
άρα η, για πρακτικούς λόγους, απεμπλοκή από τυχόν γενικώς ισχύουσες παραδοχές
και ιδεολογίες, β. η επιλογή της κατάλληλης χρονικής στιγμής, γ. η αποφυγή ακραίων επιλογών με προσεκτικό
συνυπολογισμό όλων των συνεπιδρώντων παραγόντων.
Ο φρόνιμος πολιτικός βρίσκει πάντα το σθένος να
λαμβάνει τις ορθές αποφάσεις, ακόμη κι αν αυτές δεν είναι δημοφιλείς ή ηρωικές.
Και αν δούμε τα πράγματα σε μιαν ιστορική προοπτική είναι ίσως τέτοιου είδους
αποφάσεις αυτές που κατά κύριο λόγο λείπουν από τη χώρα μας.
[1]. Έκφραση που παραπέμπει στην εξύμνηση του επαναστατικού ρομαντισμού
των Παρισινών κομμουνάρων από τον Κάρολο Μαρξ (πρβλ. Marx-Engels Werke, Dietz Verlag, Βερολίνο 1976, 33ος τόμος, σ. 206). Παρόμοιο κλίμα απηχεί
και η επονομασία «ελληνική άνοιξη», η οποία δόθηκε στην όλη διαδικασία της
αμφισβήτησης της κυρίαρχης πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης από μεγάλη μερίδα
του ελληνικού λαού το πρώτο εξάμηνο του 2015. Με τούτες τις ονομασίες, παρά την
αναμφισβήτητη αισθητική τους αξία, θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί, αφού
παραπέμπουν σε ήττες των αγωνιστών.
[2]. Πρβλ. Λουκιανός, Πώς δει
ιστορίαν συγγράφειν, 23, 1-9.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου