Κυριαρχεί συχνά η εντύπωση ότι η φιλοσοφία συνηθίζει
να τηρεί στάση υπεροπτικής σιγής απέναντι σε καθημερινά προβλήματα. Προκύπτει
έτσι μια όχι ευκαταφρόνητη αφορμή επίκρισης προς τη φιλοσοφία και τους
θεράποντές της, η οποία ενισχύεται άλλωστε από την κοινή εμπειρία ότι μία
στοιχειώδης άσκηση στο φιλοσοφικό τρόπο του σκέπτεσθαι προϋποθέτει μια απόσταση
και απόσπαση από στιγμιαία ερεθίσματα και φευγαλέες παρορμήσεις. Μία βασική
γνώση της ιστορίας της φιλοσοφίας από την άλλη κατορθώνει συνήθως να επενδύσει
την απόσπαση από το εφήμερο με μια όχι ευκαταφρόνητη προγονική αίγλη. Δεν
έχουμε παρά να θυμηθούμε τον πλατωνικό Θεαίτητο,
όπου οι φιλόσοφοι απέχουν επίμονα έως επιδεικτικά από τα κοινά της πόλης, καθώς
απορροφημένοι από τα φτερουγίσματα της διάνοιάς τους δε διαθέτουν την
πολυτέλεια να προσέξουν τη σκωπτική κριτική των πολλών για την εμφανή
αδεξιότητά τους σε ζητήματα καθημερινής πρακτικής. Αλλά και άλλοι φιλόσοφοι
άρθρωσαν με τον τρόπο τους την απόσπαση του φιλοσοφείν από τον κόσμο της άμεσης
και αισθητής εμπειρίας. Κατά τον Παρμενίδη η αλήθεια του όντος αποκλείει τη
μεταβλητότητα των γνωμών του ανθρώπινου πλήθους, ενώ και από τον πολύ
μεταγενέστερο Σπινόζα έχουμε πιθανότατα συγκρατήσει τη φράση ότι η φιλοσοφία
ασκείται υπό το πρίσμα της αιωνιότητας (sub specie aeternitatis).
Αν η φιλοσοφία βεβαίως οφείλει να μας οδηγεί στη
γνώση, τότε τίθεται το ερώτημα εάν υπάρχει κάποιο κριτήριο για να διακρίνουμε
τη γνώση από τη ματαιοπονία και την ψευδαίσθηση. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι όλοι
οι φιλόσοφοι συμπίπτουν στην απόσπασή τους από το επίπεδο σκέψης και κρίσης της
αφιλοσόφητης πλειονότητας των συμπολιτών τους (μέχρι κι ο Μαρξ στον επίλογο της
δεύτερης γερμανικής έκδοσης του Κεφαλαίου
δήλωσε ευθαρσώς ότι ποτέ δεν έκανε παραχωρήσεις στη γνώμη των πολλών) δεν είναι
εύκολο να προσδιορίσουμε πού ακριβώς έγκειται η υπεροχή της φιλοσοφικής σκέψης
απέναντι σε μια συνείδηση που δε μετέχει στη φιλοσοφική εννοιολογία. Στην
πορεία προς τον προσδιορισμό αυτόν ελλοχεύουν δύο κίνδυνοι που δεν μπορούν να
παραγνωριστούν: α. η υπεροχή της φιλοσοφίας να μη διακριθεί επαρκώς από την
όποια υπεροχή της επιστημονικής γνώσης, β. η μη φιλοσοφημένη συνείδηση να
θεωρηθεί με τρόπο ενιαίο, χωρίς δηλαδή να προσεχθεί η εμπειρικά απτή πολυμορφία
της σκέψης αλλά και της κοινωνίας από την οποία ετούτη μοιραία εκπηγάζει. Αλλά
και η ίδια η φιλοσοφία δε θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως κάτι ενιαίο.
Η μεγάλη δυσκολία στη σχέση φιλοσοφίας και κοινού νου
έγκειται στο ότι υπάρχουν δύο προσεγγίσεις του προβλήματος με ισοδύναμη σχεδόν
νομιμοποίηση. Πρέπει βεβαίως η φιλοσοφία να λαμβάνει υπόψη τον κοινό νου,
πρέπει από την άλλη και ο κοινός νους να έχει συναίσθηση της υψηλότερης σκοπιάς
της φιλοσοφίας και να επιχειρεί να ανυψώνεται προς αυτήν. Εάν η φιλοσοφία
ξεχωρίζει από τον κοινό νου κατά το ότι διαθέτει εκλεπτυσμένη εννοιολογία και
επεξεργασμένη προβληματοθεσία, η επικοινωνία της με τη μη-φιλοσοφική συνείδηση
που αναγκαστικά την περιβάλλει καθίσταται ουσιωδώς δυνατή αλλά και
διευκολύνεται τα μέγιστα όταν το φιλοσοφικώς διανοείσθαι μοιράζεται μαζί με
τους άλλους φορείς γνώσης όχι τόσο τις έτοιμες λύσεις και απαντήσεις – οι
οποίες μάλιστα πολλές φορές εκφέρονται με στυλ δοκησισοφίας – αλλά την
ουσιαστική επιδίωξη για απαντήσεις σε ζωντανά προβλήματα μέσα από καρποφόρα
εννοιολογική εργασία.
Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να φανεί ότι η φιλοσοφία –
εννοείται η γνήσια και όχι η ψευδεπίγραφη – επιβάλλει τους όρους της στην
αναπόφευκτη επικοινωνία με τις εξωφιλοσοφικές πηγές γνώσης και γνώμης, όμως
κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποτελέσει παράγοντα υπονομευτικό του διαλόγου από τη
στιγμή που ούτως ή άλλως κάποτε έρχεται η στιγμή που τα αιτήματα για ουσιαστική
γνώση ταυτίζονται με τις στοχεύσεις της φιλοσοφίας. Διαρκώς έρχονται στιγμές
όπου εισχωρεί στην ανθρώπινη συνείδηση η ακόρεστη, αταλάντευτη και ασυμβίβαστη
δίψα για γνώση, στιγμές όπου γίνεται συνειδητή η ζωτικότητα της γνώσης ως προς
την ανθρώπινη πράξη και το ανυπέρβλητο αίτημα της διατήρησης και μακροημέρευσης
του ανθρώπινου γένους. Η επιθυμία της γνώσης αλλά και το πράττειν χαρακτηρίζουν
τον άνθρωπο σε όλο το μήκος του βίου του σύμφωνα με τον Αριστοτέλη. Στο χέρι
του κάθε ανθρώπου είναι επίσης να δοκιμάσει και το δρόμο της φιλοσοφίας
προκειμένου να ικανοποιήσει τις θεμελιώδεις του ανάγκες και να εκδιπλώσει τη
φύση του στην ολότητά της. Το όποιο έλλειμμα πειστικότητας ή και αξιοπιστίας
της όποιας φιλοσοφικής σχολής δεν είναι σε θέση να απομακρύνει από το χώρο του
στοχασμού όποιον έχει αντιληφθεί τη ζωτικότητα των φιλοσοφικών ερωτημάτων καθ’ εαυτά.
Μια υγιής, ανοιχτή και απροκατάληπτη σχέση της
φιλοσοφίας με την αυθόρμητη, καθημερινή συνείδηση, τής παρέχει τη δυνατότητα να
εντάξει οργανικά στο στοχασμό της τους όρους που την καθιστούν δυνατή, χωρίς να
πέσει στην παγίδα να τους αρνηθεί μονομερώς. Ακόμη και στις περιπτώσεις που
είχε διατυπωθεί ρητά η απόσπαση του φιλοσοφικού στοχασμού από το εφήμερο και το
στιγμιαίο (Πλάτων, Σπινόζα) διακρίνουμε ξεκάθαρα την οδό της επιστροφής του
στοχασμού προς τον κόσμο που τον κατέστησε δυνατό. Έτσι μπορούμε να εκτιμήσουμε
και να κρίνουμε ουσιαστικά τα διάφορα πλατωνικά προγράμματα ένταξης της
φιλοσοφικής γνώσης και των φορέων της μέσα στον κόσμο της ανθρώπινης συμβίωσης,
αλλά και τις πλείστες όσες ρητές ή υπόρρητες συνδέσεις των φιλοσοφικών εννοιών
με τον κόσμο των ηθικο-πολιτικών αξιών και κανόνων, όπως τις ανέπτυξαν με
διάφορες μορφές πολλοί φιλόσοφοι.
Η όποια πραγμάτευση του προβλήματος της σχέσης μεταξύ
φιλοσοφίας και κοινού νου δεν μπορεί παρά να διαγιγνώσκει – πέρα από τις
οφθαλμοφανείς διαφορές – ουσιαστικά σημεία επαφής και αμοιβαίας προσέγγισης,
αφού και οι πλέον υψιπετείς έννοιες έχουν στο βάθος ένα πρακτικό πεδίο
προέλευσης και διαμόρφωσης, ενώ και οι πλέον ανεπεξέργαστες αντιλήψεις του
κοινού νου εμπεριέχουν εν σπέρματι στοιχεία φιλοσοφικότητας. Η σχέση μεταξύ φιλοσοφίας
και κοινού νου είναι μια σχέση αδιάσπαστη. Πρόκειται για μια σχέση αναπόφευκτη,
θα λέγαμε «μοιραία», η οποία όμως είναι πολύ σημαντική για να την
εγκαταλείψουμε στη μοίρα της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου