Ο Περικλής
Κοροβέσης (Αργοστόλι 20.07.1941-Αθήνα 11.04.2020) υπήρξε ηθοποιός, αγωνιστής της
Αριστεράς, συγγραφέας και πολιτικός.
Μετά το
πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 προσχώρησε ως μέλος μιας μικρής
πολιτικής ομάδας στην αντιστασιακή οργάνωση Πατριωτικό Μέτωπο (ΠΑ.Μ.), το οποίο
ίδρυσαν οι Μ. Θεοδωράκης, Γ. Βότσης, Χ. Μίσιος, Α. Μανωλάκος και Θ. Μπανούσης. Στο βιβλίο του Ανθρωποφύλακες, το οποίο γράφτηκε αρχικά σε πολύγραφο στη Γενεύη το
πρώτο εξάμηνο του 1969 με σκοπό την ενημέρωση φίλων, περιγράφει τα βασανιστήρια
που υπέστη μετά τη σύλληψή του στην Ασφάλεια. Η αίσθηση που προκάλεσε τότε το
βιβλίο σε διεθνές επίπεδο (σύντομα μεταφράστηκε σε οκτώ γλώσσες) συνέβαλε
καθοριστικά στην απόφαση καταδίκης του δικτατορικού καθεστώτος από το Συμβούλιο
της Ευρώπης και στην περαιτέρω διεθνή απομόνωσή του.
Ακολουθούν χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο, σύμφωνα με την επανέκδοση του 2007 (εκδόσεις Ηλέκτρα).
«’Άκουσε,
παιδί μου. Η Ασφάλεια δεν βυζαίνει το δάχτυλό της. Δεν σε πιάσαμε αμέσως, για
να δεις την καλοσύνη μας. Το τι έχεις κάνει από την ημέρα της Επαναστάσεως
είναι γνωστό στας αρχάς. Δεν έχεις κάνει και λίγα πράγματα. Τα ξέρουμε όλα.
Λοιπόν, σαν καλό παιδί, πες τα. Άντε, θα περάσεις καλά. Σκέψου ένα πράγμα μόνο:
η Ασφάλεια για τους κακούς είναι Νταχάου και για τους ειλικρινείς Παράδεισος.
Πρόσεξε, δεν εξετάζουμε την ενοχή σου, που είναι αποδεδειγμένη, αλλά την
ειλικρίνειά σου, που θα καθορίσει τη δική μας συμπεριφορά. Σκέψου: Νταχάου ή
Παράδεισος. Εγώ, παρόλο που δεν ξηγήθηκες εντάξει στο σπίτι, είμαι έτοιμος να
σε συγχωρέσω’
Φοβόμουνα.
Αισθανόμουνα τον ιδρώτα να τρέχει στην πλάτη μου. Είχα ακούσει καθαρά τη λέξη ‘Νταχάου’
δυο φορές. Βρισκόμουνα στην Ασφάλεια, σ’ αυτόν τον μυθικό τόπο, που τόσα και
τόσα είχανε γίνει. Όμως, ακόμα κι αυτή την ύστατη στιγμή, είχα μια κρυφή ελπίδα
πως ίσως να ’ναι λόγια. Πιο καθαρά, σκέφτηκα πως μπορούσε και να την γλίτωνα’».
(σ. 31)
«Δεύτερος
διάλογος:
‘Λοιπόν,
πώς πάμε; Άλλαξες γνώμη;’
‘Μα δεν
διατύπωσα καμία γνώμη’.
‘Δεν θα
ξαναρχίσουμε τα ίδια. Γυρίζω από την ανάκριση του άλλου. Μας τα ’πε όλα για
σένα. Θα τον φέρουμε μπροστά σου να τα πει και να σε κάνει ρεζίλι’.
Ο κ. Σπανός
έλεγε ένα χοντρό ψέμα. Χάρηκα που το άκουσα. Ο φίλος μου ποτέ δεν είχε σχέση με
την πολιτική. Είχα να τον δω σχεδόν πριν από το πραξικόπημα. Εντελώς τυχαία
βρέθηκε σπίτι μου.
‘Δεν μου
κάνει καμιά εντύπωση, κύριε ανακριτά. Και εγώ μπορώ να παραδεχτώ πως η γη είναι
τετράγωνη. Αυτό δεν σημαίνει πως είναι αλήθεια’.
‘Η γη είναι
ό,τι μ’ αρέσει, ρε παλιοπούστη. Και για να τελειώνουμε, είσαι ρε κομμουνιστής;’
‘Είμαι το
πανίσχυρο Βιμ’.
‘Είσαι
κουμμούνα, ρε πούστη! Εκατό τόνους κομμουνιστικά βιβλία είχες σπίτι σου, και
κάθομαι εγώ και σ’ ακούω’.
Άρχισε να
με χτυπάει με μπουνιές· καθόμουνα ακίνητος και τον κοίταζα. Είχε κάτι χεράκια
πολύ κοντά, σαν νάνου. Μετά μ’ έπιασε από τα μαλλιά κι άρχισε να με χτυπάει στ’
αυτιά με την κόψη της παλάμης. Έμενα ακίνητος. Ευτυχώς που άνοιξε η μύτη μου.
Είχανε ματώσει και τα δόντια μου. Ήτανε καλό αυτό. Λερώθηκαν τα χέρια του και,
έτσι όπως χτύπαγε, υπήρχε κίνδυνος να πιτσιλιστεί. Σταμάτησε, λέγοντας πως αν
τον είχα λερώσει, θα το πλήρωνα ακριβά. Έφυγε. Πάλι μόνος. Το πουκάμισό μου
είχε γίνει κατακόκκινο. Το στόμα γεμάτο αίμα. Στην πραγματικότητα δεν είχα
πονέσει. Άλλα αισθήματα κυριαρχούσαν. Μια παρήγορη σκέψη: αν το ξύλο σταμάταγε
εδώ, θα ’μουνα τυχερός. Κάτι παραπάνω κι από τυχερός. Ξαναγύρισε. Ευτυχώς, δεν
τον είχα λερώσει. Ήτανε ήρεμος. Σχεδόν χαρούμενος. Με κοίταζε χωρίς να μιλάει.
Κάθισε στο γραφείο και εξακολουθούσε να με κοιτάζει. Του μίλησα εγώ,
διαμαρτυρήθηκα, που να πάρει ο διάολος, σ’ έναν τόνο κόσμιο. Αρκέστηκα να του
πω πως δεν μ’ έβρισκε σύμφωνο αυτός ο τρόπος ανακρίσεως, γιατί ήταν απάνθρωπος.
Κάτι για τα δικαιώματα του ανθρώπου.
Γέλασε και
μου είπε.
‘Άκουσε
παιδί μου. Υπάρχουνε δύο τρόποι ανακρίσεως: ο πολιτισμένος και ο επιστημονικός’.
‘Ποιος
είναι ο πολιτισμένος;’
‘Αυτός που
κάνουμε τώρα’.
‘Και ο
επιστημονικός;’
‘Αυτός που
θα ακολουθήσει’.» (σ. 34-35)
«Ο φάλαγγας
είναι μια υπερβολικά μεγάλη δύναμη που ενεργεί πάνω σου. Σου δίνει την εντύπωση
πως γλιστράς σε μια μεγάλη, επικλινή, γυαλιστερή επιφάνεια και πέφτεις πάνω σ’
έναν σκληρό, γρανιτένιο τοίχο. Αν δεν ήξερες πως σε χτυπάνε στα πόδια, θα σου
ήτανε αδύνατον να προσδιορίσεις από πού έρχεται. Τις κινήσεις του βασανιστή τις
βλέπεις. Τα χτυπήματα είναι ο γρανιτένιος τοίχος. Η επικλινής επιφάνεια είναι
τα διαστήματα ανάμεσα στα χτυπήματα. Όταν ο ρυθμός είναι κανονικός, είναι
λιγότερο επώδυνος από τον ακανόνιστο ρυθμό. Τη λεπτομέρεια αυτή την ξέρουνε και
σε χτυπάνε μια γρήγορα μια αργά. Αρχίζουνε να σε χτυπάνε από κάτω προς τα πάνω
και αντίστροφα. Ξέρουνε πως η πρώτη σου αντίδραση είναι να μαζέψεις λίγο τα
πέλματα. Αυτό τους αφήνει αδιάφορους, γιατί ξέρουνε πως ύστερα από δέκα
χτυπήματα το πόδι πρήζεται τόσο πολύ, που γεμίζει το παπούτσι». (σ. 40)
«Από τους ανθρωποφύλακες
χαφιέδες που ερχόντουσαν για τη φρουρά μου, ο πιο φιλόδοξος ήταν κάποιος νεαρός
που άκουγε στο όνομα Λευτεράκης. Είχε μόνο τρεις μήνες στο επάγγελμα και δεν
είχε προλάβει να τελειώσει τη σχολή. Αμέσως μετά το πραξικόπημα, χρειαζόντουσαν
αστυνομικούς και τους πήρανε άρον άρον από τη σχολή και τους όρκισαν αμέσως.
(…) Μια
μέρα, μετά το φαγητό, είχα βρει μια γόπα και μ’ ένα μισό σπίρτο προσπαθούσα να
την ανάψω. Πάνω εδώ μπαίνει ο Λευτεράκης, που μόλις βλέπει το θέαμα γίνεται έξω
φρενών.
‘Μα για το
όνομα του Θεού, βρε παιδάκι μου, άνθρωποι είμαστε όλοι. Χάθηκε ο κόσμος να μου
ζητήσεις ένα τσιγάρο; Θα σου πέσει η μύτη δηλαδή;’
Μου
προσφέρει το πακέτο του. Μου λέει να σβήσω τη γόπα. Σβήνω το τσιγάρο κι απλώνω
το χέρι. Ο Λευτεράκης τραβάει το πακέτο, παίρνει ένα τσιγάρο, το ανάβει και
λέει:
‘Ναι, να
σου δώσω, αλλά αφού μου τα πεις πρώτα όλα.’
Κάθισε
δίπλα από το κεφάλι μου και ξεφύσαγε τον καπνό στα μούτρα μου.» (σ. 88-89)
«‘Τα
πράγματα είναι πιο απλά. Προσέξτε με. Υπάρχουνε οι δύο όμοιοι μηχανισμοί, που
έχουν κατακτήσει τον κόσμο και τον έχουν μοιράσει. Ο έξυπνος άνθρωπος, στη
Μόσχα, είναι Γκεπεού. Ο έξυπνος άνθρωπος, στην Ουάσιγκτον, είναι στη CIA. Αυτές είναι οι μόνες πνευματικές αξίες της εποχής. Τα πάντα
είναι κανονισμένα βάσει συμφωνιών. (…) Μέχρι τώρα αντιδρούσατε συναισθηματικά
κι αυτό είναι λάθος. Τα άλματα χρειάζονται τόλμη. Μόνο οι δειλοί φοβούνται ν’
αρπάξουν τις ευκαιρίες και μένουνε καντηλανάφτες του κόμματος, ώσπου να
πεθάνουν. Είστε άνθρωπος που κάπου θέλει να το πάει και, διάολε, αυτούς τους ανθρώπους
δεν τους πεισμώνουμε, τους βοηθάμε. Μεταξύ μας, μήπως έχετε οικονομικές
δυσκολίες; Δεν μιλάω για πενταροδεκάρες. Ίσως να ’χετε υπόψη σας να επεκτείνετε
τις δουλειές σας και να σας χρειάζονται πολλά λεφτά. Θα μπορούσαν να βρεθούν. Ίσως
ενδιαφέρεστε για μια υπέροχη καριέρα στην ESSO PAPPAS ή, αν έχετε άλλες προτιμήσεις, πείτε μου.’»
(σ. 92)
«Αυτό το
βιβλίο δεν θα γραφόταν ποτέ, αν οι φιλήσυχοι και οι αντικειμενικοί άνθρωποι όλης
της γης δεν βοηθούσαν, με την αδιαφορία τους και τη σιωπή τους, στην επέκταση
και στη συνέχιση των βασανιστηρίων.» (σ. 117)
«Μετά την
21η Απριλίου 1967, το δικαίωμα να υπάρξεις σαν πολίτης ήτανε
αντίσταση. Σ’ αυτούς που επέμεναν να ’ναι πολίτες, το νέο καθεστώς επέβαλε μια
τυπική διαδικασία προσαρμογής στα νέα ιδανικά. Η διαδικασία θα μπορούσε να
ονομαστεί γραφειοκρατική και δεν είχε κανένα ιδιαίτερο μίσος, έξω απ’ αυτό του
παραδοσιακού αντικομμουνισμού.
Προσπάθησα
να παραμείνω πολίτης.» (σ. 121)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου