Τα
τελευταία χρόνια έχει ξεσπάσει μια διαμάχη σχετικά με τη διασφάλιση των
εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ευρύτερου Χώρου Ισχύος της
Συνθήκης του Σένγκεν. Τούτο οφείλεται στην ύπαρξη τεράστιων μαζών προσφύγων, οι
οποίοι συγκεντρώνονται στα γεωγραφικά άκρα της Ευρώπης και αναζητούν οδούς
πρόσβασης στο επίκεντρο της ευημερούσας ηπείρου. Το ιδιαίτερο πρόβλημα της
Ευρώπης είναι από την άλλη μονάχα ένα μέρος ενός οικουμενικού φαινομένου, αφού
σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους
Πρόσφυγες (U.N.H.C.R.) στις μέρες μας οι άνθρωποι που ανά τον κόσμο
περιπλανώνται εκπατρισμένοι και ξεριζωμένοι ανέρχονται περίπου στα 60
εκατομμύρια, κυρίως εξ αιτίας πολέμων και περιβαλλοντικών καταστροφών.
Για την αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων οι
χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 έχουν ήδη
υπογράψει και θέσει σε εφαρμογή την περίφημη συμφωνία «Δουβλίνο 2». Τούτη προβλέπει
ότι κάθε άνθρωπος που με αφετηρία χώρες εκτός Ευρώπης εισέρχεται σε χώρες της
Ε.Ε. και επιδιώκει να παραμείνει μακροπρόθεσμα σ’ αυτές αιτούμενος άσυλο,
πρέπει να κάνει την αντίστοιχη αίτηση, η οποία αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμά του
με βάση το ισχύον διεθνές δίκαιο, στη χώρα στην οποία για πρώτη φορά πάτησε σε
ευρωπαϊκό έδαφος. Τούτη η συμφωνία συνεπαγόταν εξ αρχής ότι χώρες όπως η
Γερμανία, οι οποίες δεν βρίσκονται στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε., θα έμεναν
σχεδόν ανέπαφες από ανθρώπους που ζητούσαν άσυλο και υπέφεραν από φτώχεια και
διωγμούς.
Τούτη η
κατάσταση δεν υπήρξε βέβαια πάντα αρμονική και άμοιρη προστριβών. Από καιρού
εις καιρόν αναζητούσαν οδούς πρόσβασης στην Ευρώπη μεγάλα πλήθη δυνητικών
προσφύγων, οικονομικών προσφύγων και μεταναστών, νόμιμων ή παράνομων κ.ο.κ. και
προκαλούσαν σημαντικές διαταραχές της ομαλότητας. Και τούτο διότι οι άνθρωποι
αυτοί είχαν κατά κανόνα ως τελικό προορισμό όχι τις χώρες που βρίσκονται στα
σύνορα της Ευρώπης, αλλά τις ευημερούσες χώρες της ηπείρου – κατά κύριο λόγο
χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία, χώρες που ως επί το
πλείστον είχαν προϊστορία ως χώρες υποδοχής μεταναστών, έστω κι αν σε παρόντα
χρόνο δεν έδειχναν πάντα έτοιμες να αποδεχθούν την ανάγκη διαμόρφωσης και
θεσμοποίησης μιας αρμόζουσας και διορατικής μεταναστευτικής πολιτικής. Οι χώρες
που βρίσκονται στα σύνορα της Ευρώπης, αντίθετα, σε περιόδους κρίσης δεν ήσαν
πάντα σε θέση να μεταχειριστούν μεγάλες μάζες ανθρώπων με βάση τους κανόνες του
δικαίου και τις αρχές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Έτσι φτάναμε κατ’ επανάληψη
στη λεγόμενη πολιτική της ελεύθερης διέλευσης, καθώς οι περιφερειακές χώρες της
Ευρώπης έκαναν τα στραβά μάτια και άφηναν πολλούς ταξιδιώτες να συνεχίζουν το
ταξίδι τους για τις χώρες της Δυτικής και της Κεντρικής Ευρώπης. Μπορεί τέτοια
φαινόμενα να γίνονταν συχνά αντικείμενο κριτικής από την άποψη της διαφύλαξης
της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (κάτι που συνέβη φερ’ ειπείν με αφορμή το μεγάλο
θαλάσσιο δυστύχημα κοντά στις ακτές της Λαμπεντούζα στις 3.10.2013) ή από την
άλλη να προκαλούσαν στοχευμένες αντιδράσεις, καθώς αναδύονταν συγκεκριμένα
ξενοφοβικά κινήματα και έβρισκαν μεγάλη απήχηση ακροδεξιές, ακόμη και
νεοφασιστικές τάσεις. Επί της ουσίας, όμως, οι ισχυρές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις
ανέχονταν σιωπηλά την επί πολλά χρόνια διαμορφωμένη πολιτική διαχείρισης
μεταναστών και προσφύγων και επιχειρούσαν να εντάξουν τα σχετικά προβλήματα
στην καθημερινή ομαλότητα (business as usual).
Όλα
τούτα άρχισαν να ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο το τελευταίο καλοκαίρι. Η εξέλιξη
του εμφυλίου πολέμου στη Συρία, ο οποίος εν τω μεταξύ κινδυνεύει να επεκταθεί
στην ευρύτερη περιοχή, προκάλεσε νέα κύματα προσφύγων που κατά τα φαινόμενα δεν
μπορούσαν εύκολα να ελεγχθούν. Οι κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης
αντέδρασαν με νευρικότητα και έδειχναν να προκρίνουν μια πολιτική
απομονωτισμού. Εκείνες ακριβώς οι κυβερνήσεις οι οποίες κατά την εξέλιξη της
ελληνικής οικονομικής κρίσης είχαν αντιδράσει αποφασιστικά σε κάθε πρωτοβουλία
για μιαν αλληλέγγυα και βιώσιμη Ευρώπη, κινήθηκαν εκ νέου προς την κατεύθυνση
της επιβολής των ιδιαίτερων μικροσυμφερόντων τους. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της
Γερμανίας είχε αρχικά εκμεταλλευτεί και ευνοήσει τούτη τη διαδεδομένη πολιτική
νοοτροπία, που ενδημεί κυρίως στις χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης,
προκειμένου να θραύσει την ελληνική αντίσταση κατά της αντικοινωνικής πολιτικής των δημοσιονομικών περικοπών,
όπως αυτές είχαν επιβληθεί απανταχού της Ευρώπης. Τους τελευταίους μήνες, όμως,
είναι αναγκασμένη να αντιμετωπίσει τις λογικές συνέπειες αυτής της τακτικής, η
οποία πλέον εκτρέπεται σε ανοιχτή και απροκάλυπτη αντίθεση προς την ίδια την
επίσημη πολιτική της. Ήδη στις 17 Ιουνίου, σε μια μέρα δηλαδή που υπενθυμίζει
την καταπίεση και την αντίσταση στην πρώην Ανατολική Γερμανία (το 1953) και ως
εκ τούτου έχει μεγάλη συμβολική αξία για την ενοποίηση της Γερμανίας και της
Ευρώπης, ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτωρ Όρμπαν εξήγγειλε την κατασκευή ενός νέου
αγκαθωτού συρματοπλέγματος στα σύνορα της χώρας του με τη Σερβία, προκειμένου
να κρατήσει μακριά τους πρόσφυγες που κατέφθαναν. Ειρωνεία της ιστορίας: τούτη
η πρωτοβουλία, η οποία απολήγει στην κατασκευή νέων διαχωριστικών γραμμών εντός
της Ευρώπης, προήλθε από τη χώρα που πριν από ένα τέταρτο του αιώνα συνέβαλε
αποφασιστικά στην κατεδάφιση του διαβόητου Σιδηρού Παραπετάσματος.
Τούτη η
γραμμή δεν άργησε να βρει πολυάριθμους πρόθυμους μιμητές μεταξύ των ευρωπαϊκών
κυβερνήσεων. Μέχρι σήμερα όλες οι χώρες που βρίσκονται επί της λεγόμενης Οδού
των Δυτικών Βαλκανίων έχουν αποφασίσει
να σφραγίσουν πλήρως τα προς Νότο σύνορά τους. Τούτα τα μέτρα συνοδεύονται από
φαινόμενα όπως, από τη μια, η συνεχής και σχεδόν πανευρωπαϊκή άνοδος ακροδεξιών
ρευμάτων, τα οποία σε μερικές χώρες μάλιστα έχουν σοβαρές προοπτικές να
καταλάβουν κυβερνητικές θέσεις. Βίαιες επιθέσεις κατά των ξένων, από την άλλη,
βρίσκονται σχεδόν χωρίς εξαίρεση στην ημερήσια διάταξη και στο μεταξύ
εξακολουθούν και άλλοι πρόσφυγες και μετανάστες να παίρνουν τον δρόμο για την
Ευρώπη. Στη Γερμανία, τη χώρα που οι πρόσφυγες ως επί το πλείστον βλέπουν σαν
«Γη της Επαγγελίας», προσπαθούν πολλοί πολιτικοί να περιορίσουν τα ποσοστά των
ακροδεξιών σχηματισμών ενσωματώνοντας, έστω και κατά τους τύπους, στοιχεία από
τις ιδέες των τελευταίων στα δικά τους πολιτικά προγράμματα. Η περίφημη ρήση
της Γερμανίδας καγκελαρίου «θα τα καταφέρουμε», η οποία αρχικά είχε ένα θετικό
περιεχόμενο σχετικά με την υποδοχή και την ενσωμάτωση των προσφύγων,
επανερμηνεύεται εσχάτως περίπου ως εξής: «θα τα καταφέρουμε να περιορίσουμε τον
αριθμό των προσφύγων». Η Ελλάδα, όπως αναμενόταν, δέχεται ιδιαίτερα μεγάλες
πιέσεις από τη μαζική προσέλευση των προσφύγων και για πολλοστή φορά δέχεται
την αυστηρή κριτική των Ευρωπαίων εταίρων της, αυτή τη φορά λόγω των
(πραγματικών ή υποτιθέμενων) παραλείψεών της στη διασφάλιση των συνόρων και τη
διαχείριση των προσφυγικών ροών. Η χώρα κινδυνεύει να συνθλιβεί εξ αιτίας της
στρατηγικής της θέσης μεταξύ Ασίας και Ευρώπης. Όσο κι αν είναι ενδεχομένως
δικαιολογημένη η κριτική που μπορεί να ασκήσει κανείς εκ του ασφαλούς στην
ελληνική πολιτική στο θέμα των προσφύγων, δεν πρέπει ποτέ και με τίποτα να
λησμονούμε ότι ένα πρόβλημα με παγκόσμιες διαστάσεις και ριζωμένο στις δομές
της παγκόσμιας κατάστασης πραγμάτων δεν μπορεί κανείς να το ξεφορτωθεί έτσι
απλά με μια μυωπική και στενοκέφαλη πολιτική απομονωτισμού, ιδίως όταν
επιδιώκει να επιβάλει αυτήν την πολιτική στους άλλους εταίρους χωρίς να
λογαριάζει καθόλου τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της
Ευρώπης.
Η
Γερμανίδα καγκελάριος εξακολουθεί να αγωνίζεται για μιαν ευρωπαϊκή λύση στην
τρέχουσα προσφυγική κρίση. Μια τέτοια λύση είναι υπό τις παρούσες συνθήκες
άκρως απαραίτητη. Και τούτο διότι διακυβεύονται θεμελιώδη ζητήματα. Το φιλόδοξο
και ιστορικά μοναδικό σχέδιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης κινδυνεύει να καταρρεύσει
εξ αιτίας της εγκατάλειψης των ίδιων των ευρωπαϊκών αξιών. Τα νέα τείχη είναι
ήδη πραγματικότητα και ενσαρκώνουν μια μεγαλοπρεπή αποτυχία, τόσο σε επίπεδο
πολιτικής πρακτικής, όσο και σε επίπεδο συμβολισμών. Δύσκολο να φανταστεί
κανείς πώς θα μπορούσε να αποτραπεί η όλη αρνητική εξέλιξη. Ακόμη και το
τελευταίο δευτερόλεπτο, όμως, θα πρέπει όλοι να αναλογιστούν ότι εάν πρέπει να
οικοδομηθεί μια «Ευρώπη-φρούριο», τούτο μπορεί να γίνει μόνο με την έννοια ότι
η κοινότητα των ευρωπαϊκών λαών πράττοντας συναινετικά και αποτελεσματικά θα
διασφαλίσει την τήρηση των οικουμενικών ανθρώπινων δικαιωμάτων και των αρχών
του διεθνούς δικαίου, κατορθώνοντας δι’ αυτής της οδού να κερδίσει αξιοπιστία
και σεβασμό ενώπιον της ανθρωπότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου